- αστράβη
- η (AM ἀστράβη)αρχ.-μσν.1. το σαμάρι του μουλαριού2. ο σκελετός του σαμαριού3. το μουλάρινεοελλ.εσωτερική ενίσχυση του σκελετού του σκάφους.αρχ.είδος χειρουργικού εργαλείου.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τεχνικός όρος, πιθ. ξένης προέλευσης. Η σύνδεση με τον τ. αστραβής «ίσος, σταθερός», η οποία βασίστηκε στην άποψη ότι η αστράβη ήταν σαμάρι που κρατούσε τον καβαλάρη σε ευστάθεια, δεν φαίνεται ικανοποιητική. Η λ. αστράβη δηλώνει τη ξύλινη σέλα που τοποθετούσαν στα γαϊδούρια ή στα μουλάρια κυρίως ως κάθισμα. Κατά τον Ησύχιο όμως ο όρος χαρακτηρίζει την άκρη του ξύλινου αυτού καθίσματος από την οποία κανείς κρατιέται. Τέλος, η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει και το ίδιο το μουλάρι.ΠΑΡ. αρχ. αστραβεύω.ΣΥΝΘ. αρχ. αστραβηλάτης].
Dictionary of Greek. 2013.